- επάνω
- επάνω και (α)πάνω και (α)πάνου επίρρ. τοπ.1. άνω, ψηλά, σε τόπο ή σημείο ψηλότερο σχετικά με τον ομιλητή: Ποιος είναι εκεί πάνω;2. πάνω σε κάτι, πάνω στο: Το άφησα πάνω στο θρανίο.3. εναντίον κάποιου ή αντίθετα προς κάποια διεύθυνση: Όρμησε πάνω του και τον κυνηγούσε. – Πλέαμε πάνω στον καιρό.4. (με χρονική έννοια), τη στιγμή ακριβώς που γίνεται ή πρόκειται να γίνει κάτι: Ήρθες πάνω που λέγαμε για σένα.5. με τις προθ. από, παρά, κατάπου προηγούνται· από πάνω (πάνω από), παραπάνω ή πάρα πάνω (πιο πολύ, πιο ψηλά), κατ' επάνω ή καταπάνω (εναντίον): Κατεβαίνει από πάνω. – Πλήρωσα χίλιες δραχμές παραπάνω. – Το σπίτι του βρίσκεται πάρα πάνω. – Χίμιξε καταπάνω μας.6. με την πρόθ. απόπου ακολουθεί· πάνω από (περισσότερο ή πιο ψηλά): Στοιχίζει πάνω από πεντακόσια ευρώ. – Το λουλούδι κόπηκε πάνω από τη ρίζα του.7. με τους συνδ. έως (ως), και, έως πάνω (ως το ψηλότερο σημείο που γίνεται), και πάνω ή κι απάνω (για ηλικία, χρόνο ή ποσότητα μεγαλύτερη από καθορισμένο όριο): Γέμισες το ποτήρι ως επάνω. – Είναι ογδόντα χρονώ και πάνω.8. με το άρθρ., το (ε)πάνω έχει σημασία επιθέτου (= που βρίσκεται άνω, που είναι πιο ψηλά): Το πάνω πάτωμα.9. φρ., «πάνω κάτω», περίπου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.